μερίστωμα

μερίστωμα
το
βοτ. περιοχή τού σώματος τών φυτών τής οποίας τα κύτταρα είναι ικανά για διαίρεση και αύξηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλευρικός — ή, ό / πλευρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλευρά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά τού σώματος («πλευρικό τόξο). 2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους… …   Dictionary of Greek

  • περίδεσμος — ο, ΝΜΑ [περιδέω] νεοελλ. 1. δεσμός από σχοινί, καλώδιο ή ακόμη και μεταλλικό υλικό, που δένεται γύρω από αντικείμενα προκειμένου να τά συγκρατήσει ή να διασφαλίσει την ακέραια μεταφορά τους 2. βοτ. παρέγχυμα το οποίο, στο μερίστωμα τού φύλλου,… …   Dictionary of Greek

  • προμερίστωμα — το, Ν βοτ. σύνολο πανομοιότυπων μεταξύ τους εμβρυωδών κυττάρων που προέρχονται άμεσα από το έμβρυο και τα οποία βρίσκονται στις κορυφές τών οργάνων τών σπερματοφύτων, αλλ. αρχέγονο μερίστωμα …   Dictionary of Greek

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

  • φελλός — Ειδικός φυτικός ιστός, που επενδύει ως προστατευτικό στρώμα, μικρότερου ή μεγαλύτερου πάχους, τους κορμούς και τις ρίζες όλων των δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών. Παράγεται από ένα δευτερογενές μερίστωμα, το φελλογόνο, και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • φυλλίδιο — το, Ν [φύλλο] βοτ. καθένα από τα λεπιοειδή ατροφικά φύλλα που προστατεύουν τα νεαρά αναπτυσσόμενα κύρια φύλλα, καθώς και το μερίστωμα στους οφθαλμούς τών φυτών, αλλ. κατάφυλλο …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”